εκφυλλίζω

εκφυλλίζω
και ξεφυλλίζω (Μ ἐκφυλλίζω)
1. ξεφυλλίζω
2. μσν. αποκτώ φύλλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεφυλλίζω — 1. αποσπώ τα φύλλα φυτού 2. φυλλομετρώ έντυπο, γυρίζω βιαστικά τα φύλλα του, διαβάζω βιβλίο επιτροχάδην. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξεφύλλισα (βλ. λ. ξ[ε] ), αόρ. τού εκφυλλίζω με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”